- μοναρχικοῦ
- μοναρχικόςmonarchicalmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μονάρχια — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
μοναρχία — Μορφή διακυβέρνησης που, κατά την αριστοτελική ταξινόμηση, παραβαλόταν ως «αρχή του ενός», με την αριστοκρατία (αρχή των καλύτερων) και τη δημοκρατία (αρχή του λαού). Στη νεώτερη, όμως, πολιτική θεωρία, η μ. πήρε αρκετά διαφορετική έννοια, η… … Dictionary of Greek
δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… … Dictionary of Greek
μοναρχικός — ή, ό (ΑΜ μοναρχικός, ή, όν) [μόναρχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονάρχη ή στη μοναρχία («ἡ μὲν αἵρεσις οὕτω γιγνομένη μέσον ἂν ἔχοι μοναρχικῆς καὶ δημοκρατικῆς πολιτείας», Πλάτ.) 2. (για πρόσωπα) αυτός που ασπάζεται την ιδέα τής… … Dictionary of Greek
μοναρχισμός — ο 1. διακυβέρνηση από μονάρχη, μοναρχία 2. υποστήριξη τού μοναρχικού πολιτεύματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοναρχίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1745 στον Θ. Μανδακάση] … Dictionary of Greek
παλινόρθωση — Στη Γαλλία, ο όρος αρχικά χαρακτήριζε την αποκατάσταση στον θρόνο του πρωτότοκου κλάδου των Βουρβώνων, αλλά η έννοιά του διευρύνθηκε γρήγορα και σήμαινε την περίοδο της ιστορίας ολόκληρης της Ευρώπης από το 1815 μέχρι το 1830, κατά την οποία… … Dictionary of Greek
φίλιππος — I Όνομα 5 βασιλιάδων της Μακεδονίας. 1. Φ. A’. Γιος του Αργαίου και πατέρας του Αερόπου, τρίτος ή έκτος βασιλιάς της Μακεδονίας. Βασίλεψε από το 621 έως το 588 π.Χ., και έπεσε πολεμώντας εναντίον των Ιλλυριών. 2. Φ. B’. Πατέρας του Μεγάλου… … Dictionary of Greek
Αύγουστος, Γάιος Ιούλιος Καίσαρ Οκταβιανός — (Gaius Julius Caesar Octavianus Augustus, Ρώμη 63 π.Χ. – Νόλα 14 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας. Ήταν γιος του Γάιου Οκτάβιου και της Αττίας, ανιψιάς του Καίσαρα, ο οποίος τον υιοθέτησε (45 π.Χ.) και τον όρισε με διαθήκη κληρονόμο του. Όταν πέθανε ο … Dictionary of Greek
Βολτέρος — (François Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ. Ο Β. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός μαχητής του λόγου, έγραψε… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… … Dictionary of Greek